Η κατοίκηση
Το σύστημα κατοίκησης στο Γράμμο αξιοποιεί κυρίως τις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών – Αλιάκμονα και Σαραντάπορου – και των παραποτάμων τους.
Εξαιρώντας την αλβανική πλευρά, τα χωριά του ελληνικού Γράμμου ανήκουν διοικητικά στις περιφέρειες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Τα ηπειρώτικα χωριά απλώνονται στις νότιες και δυτικές πλαγιές και κοιλάδες του συγκροτήματος, ενώ οι ανατολική πλευρά φιλοξενεί τα χωριά του Νεστορίου.
Τα χωριά του Νεστορίου
Το Νεστόριο είναι έδρα δήμου που περιλαμβάνει τις δημοτικές ενότητες Ακριτών, Αρρένων, Γράμμου και Νεστορίου με συνολικό πληθυσμό περίπου 2.500 κατοίκων και φιλοξενεί αρκετές υπηρεσίες.
Το Νεστόριο
Το Νεστόριο είναι ο μεγαλύτερος οικισμός της ζώνης του Γράμμου και η ανατολική πύλη του βουνού. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε μια ομαλά επικλινή γλώσσα εδάφους, σε υψόμετρο 890 μέτρα, κάτω από την εποπτεία του μεγάλου βράχου Κάστρο και της προστασία των απολήξεων της Αλεβίτσας. Τα τελευταία σπίτια φτάνουν σχεδόν μέχρι τον Αλιάκμονα, ο οποίος οριοθετεί το Νεστόριο από τα νότια.
Η κώμη χωρίζεται σε Άνω και Κάτω Νεστόριο. Οι δύο συνοικίες μαζί έχουν πληθυσμό 964 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011, αν και στην πραγματικότητα ο ενεργός, μόνιμος πληθυσμός είναι αισθητά μικρότερος. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με αγροτικά επαγγέλματα.
Η θέση κατοικήθηκε από την αρχαιότητα, όπως φαίνεται από ευρήματα που έχουν βρεθεί στην περίμετρο και τη στέψη του Κάστρου. Από στήλη με ψήφισμα της ρωμαϊκής περιόδου συνάγουμε ότι η περιοχή λεγόταν Βάττυν. Το σημερινό όνομα του οικισμού είναι νεότερο και πιστεύεται ότι αντανακλά παλιότερο ομόηχο τοπωνύμιο.
Τα κύρια αξιοθέατα του Νεστορίου είναι οι εκκλησίες των Ταξιαρχών (τρίκλιτη βασιλική του 1858) της Κοίμησης Θεοτόκου (μεγάλη βασιλική του 1816), ο πετρόχτιστος νερόμυλος του 19ου αιώνα και το μοναστήρι της Παναγίας της Τσούκας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, το Νεστόριο έγινε γνωστό από το River Party, φεστιβάλ μουσικών εκδηλώσεων που γίνεται τον Ιούλιο σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον Αλιάκμονα.
Μια περιπλάνηση στον οικισμό και ιδίως στο Κάτω Νεστόριο μας φέρνει κοντά στην ιστορία των παλιών οικοδομικών τεχνικών. Ανάμεσα στις νεότερες κατασκευές, θα εντοπίσουμε αρκετές πέτρινες οικίες, συχνά διώροφες, με περιποιημένες τοιχοποΐες και τεχνικές συγγενείς με την παράδοση των μαστόρων του Βοΐου.
Μικρότερα ή βοηθητικά κτίσματα αποτελούνται από μικτές φέρουσες επιφάνειας με πέτρα στη βάση, έως και το ύψος του ορόφου και στη συνέχεια με πλίνθες. Αν και η πέτρα από ψαμμίτη είναι άφθονη στην περιοχή, η κατασκευή τοίχων προϋποθέτει ειδικευμένους τεχνίτες και περιλαμβάνει ένα κόστος μεταφοράς και κατεργασίας. Αντίθετα οι πλίνθοι μπορούν να παραχθούν από την ίδια την οικογένεια στη ζώνη των αργιλικών αποθέσεων του ποταμού, δηλαδή πολύ κοντά. Στην κατασκευή των πλίνθων χρησιμοποιείται ένα μίγμα άμμου και αργίλου σε αναλογία 3:1, καθώς και άχυλο ή γιδότριχα για την ενίσχυση της σταθερότητας της δομής (ένα είδος πολισμού). Ο τοίχος από πλίνθους έχει πολλά πλεονεκτήματα, όπως την καλή μόνωση και διαπνοή, στοιχεία σημαντικά στο ορεινό κλίμα. Το κύριο μειονέκτημά του είναι η στάθεια της δομής του όταν διαβραχεί και έτσι η χρήση του αποφεύγεται σε κτίσματα κύριας χρήσης.
Μέσα στα ερειπωμένα κτίσματα διακρίνουμε τμήματα των εσωτερικών χωρισμάτων, που στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται με τσατμά (ή μπαγδατί), δηλαδή ένα σύστημα πλαισίων και συνδέσμων από λεπτό ξύλο. Ο τσατμάς δεν επιχρείεται πάντα – στα αγροτόσπιτα και στους βοηθητικούς χώρους, οι ελαφριοί αυτοί τοίχοι έμεναν γυμνοί. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που ο τσατμάς σοβατίστηκε, σήμερα θα βρούμε το επίχρισμα σε αποσύνθεση και έτσι εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τη δομή του: μια σειρά λεπτές σανίδες, με αρκετό κενό που γέμιζε με ευτελή υλικά (λιθαράκια, κλαδιά, καλάμια), σχηματίζοντας έναν ελαφρύ, φτηνό και ικανοποιητικό από πλευράς στερεότητας και μόνωσης τοίχο.
Τα χωριά των κοιλάδων του Σαραντάπορου
Η παλιά και η Νέα Κοτύλη
Ο παλιός οικισμός της Κοτύλης αναπτύχθηκε στα επίπεδα εδάφη μιας δασωμένης κοιλάδας του Γράμμου, στα νότια ενός μεγάλου πετάλου ορθοπλαγιών και απότομων πλαγιών, που την ορειοθετούσαν και την προστάτευαν. Παιδί της συνοίκησης των αγροτοκτηνοτροφικών μονάδων της ευρύτερης περιοχής, η Κοτύλη συγκροτήθηκε ως οικισμός κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας με το όνομα Κοτέλτσι.
Οι οικίες διατάχθηκαν χαλαρά εκατέρωθεν της κεντρικής ρεματιάς, όπου τον 19ο αιώνα κατασκευάστηκε μικρό μονότοξο γεφύρι. Πυρηνικό σημείο του οικισμού υπήρξε η μικρή βράχινη έξαρση όπου θεμελιώθηκε η πρώτη εκκλησία του χωριού και όπου αργότερα υψώθηκε η μεγάλη ενοριακή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία σήμερα αποτελεί το μοναδικό άρτιο κτίσμα του οικισμού.
Αν και κάπως έκκεντρα τοποθετημένη στους φυσικούς άξονες του νότιου Γράμμου, η παλιά Κοτύλη ήλξε τον λιγότερο ορεινό δρόμο ανάμεσα στην κοιλάδα του Σαραντάπορου και το σύστημα του Αλιάκμονα – δηλαδή προς το Νεστόριο – και για κάποιο διάστημα προσέφερε υπηρεσίες οδικού σταθμού γύρω από ένα μικρό χάνι (πανδοχείο).
Στον Εμφύλιο, η Κοτύλη βρέθηκε στην καρδιά της δίνης των γεγονότων και υπήρξε ένα από τα στηρίγματα της επιμελητείας των ανταρτών. Ως αποτέλεσμα, εκκενώθηκε – οι κάτοικοί της μετακινήθηκαν στην Καστοριά – και καταστράφηκε εντελώς. Στη δεκαετία του 1950, οι Κοτυλαίοι ανταποκρίθηκαν στην πρόταση συγκρότησης οικισμού στην παλιά γεωργική λεκάνη του Προφήτη Ηλία και έκτισαν με τη βοήθεια κρατικών ενισχύσεων τη Νέα Κοτύλη.
Η Νέα Κοτύλη ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, για να υποδεχθεί του κατοίκους της παλαιάς Κοτύλης, οι οποίοι είχαν μετακινηθεί στην Καστοριά στο τέλος του Β’ ΠΠ. Ο οικισμός καταλαμβάνει το επίπεδο τμήμα μιας ομαλής λεκάνης, όπου υπήρχε ο συνοικισμός Γκουρούσια και έχει την ορθολογική ρυμοτομία των σχεδιασμένων συνόλων. Το 2011 απογράφηκαν 150 κάτοικοι, από τους οποίους εκτιμάται ότι μόλις 40 μένουν μόνιμα στο χωριό.
Τα χωριά του βουνού
Η Γράμοστα
Η Γράμοστα είναι το κατ’ εξοχήν ορεινό χωριό του Γράμμου. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1380 μέτρων, στην βορεινή όχθη του άνω ρου του Αλιάκμονα, σε μια ομαλή ζώνη ηλιόλουστων λιβαδιών.
Η Γράμοστα υπήρξε ανέκαθεν πυρήνας των βλάχων και σαρακατσάνων κτηνοτρόφων, που έφτανααν εδώ στις αρχές του καλοκαιριού από τα μακρινά χειμαδιά της Θεσσαλίας, της μακεδονίας και της Ηπείρου. Έτσι, η Γράμοστα είχε πάντα εποχική κατοίκηση. Άλλωστε, το χειμώνα οι είσοδοι της κοιλάδας κλείνουν από το χιόνι και θα ήταν πολύ δύσκολο να συντηρηθεί οποιαδήποτε δραστηριότητα.
Ο οικισμός έχει έναν παλιό πυρήνα και μια νεότερη επέκταση. Στο παλιό τμήμα δεσπόζει με τον όγκο της η μεγάλη ενοριακή εκκλησία, συνοδευόμενη από ένα είδος αναπληρωματικής εκκλησίας. Στο νεότερο τμήμα, που ρυμοτομήθηκε και δόθηκε προς οικοδόμηση με ευνοϊκούς όρους με σκοπό την ενίσχυση της κατοίκησης, εντάσσονται κυρίως μεγάλες κατοικίες και το παλιό σχολείο, που λειτουργεί ως φυλάκιο στου Στρατού.
Τα χωριά του μέσου ρου του Άνω Αλιάκμονα
Ο μέσος ρους του Άνω Αλιάκμονα κάνει έναν ανοιχτό ελιγμό γύρω από ένα μεγάλο σύμπλεγμα των χαμηλών κορυφών που έχουν το συλλογικό όνομα Ψωριάρικα. Κατά μήκος του άξονα του ποταμού – και αποκλειστικά στη γραμμή αυτή – θα βρούμε μια σειρά οικισμών, έρημων ή με ελάχιστη κατοίκηση σήμερα, που διατηρούν τη θέση των κυριότερων παλιών εγκαταστάσεων στη λεκάνη.
Όλοι οι οικισμοί της ζώνης έχουν σήμερα πολύ αραιή δόμηση, γεγονός που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί μετά την αποσύνθεση του οικιστικού ιστού.
Ο δρόμος που εξυπηρετεί τους οικισμούς του άνω Αλιάκμονα είναι ασφαλτοστρωμένος μέχρι σχεδόν το Γιαννοχώρι και συνεχίζει πλατύς και ασφαλής χωματόδρομος μέχρι το Τρίλοφο. Μετά μεταπίπτει σε ένα στενό χωματόδρομο, που κλείνει από το χιόνι το χειμώνα και είναι οριακά βατός το καλοκαίρι. Έτσι, η πρόσβαση στη Φούσια, τον πιο απομομωμένο από τους οικισμούς της περιοχής, είναι μάλλον επισφαλής και αβέβαιη.
Πιο κάτω θα δούμε λίγα στοιχεία για τους οικισμούς της ζώνης αυτής, το Λιβαδοτόπι, το Γιαννοχώρι, το Μονόπυλο, το Τρίλοφο και τη Φούσια. Άλλες συνοικήσεις, όπως τα Λιβάδια Τούχουλης, δεν έχουν αφήσει εμφανή σημάδια.
Το Λιβαδοτόπι
Το Λιβαδοτόπι (παλιό όνομα Όμοτσκον) είναι το πρώτο από τα χωριά του μεγάλου ελιγμού του Αλιάκμονα και βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο που αποκλίνει ο δρόμος προς τον Πεύκο και τη Γράμοστα. Το Λιβαδοτόπι είχε 200 κατοίκους πριν τον Β ΠΠ, ενώ είναι έρημο έκτοτε, με ελάχιστη και εποχική ανθρώπινη παρουσία. Όλα τα σπίτια είναι νεότερα, καθότι το χωριό ερειπώθηκε πλήρως στη δεκαετία του 1950. Μοναδικό παλιό κτίσμα είναι η ωραία εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που κτίστηκε το 1657 – η παλαιότερη σωζόμενη ενοριακή εκκλησία της περιοχής.
Το Γιαννοχώρι
Το Γιαννοχώρι υπήρξε το μεγαλύτερο χωριό μόνιμης κατοίκησης του Άνω Αλιάκμονα. Έως το 1918 ήταν γνωστό με το όνομα Γιαννοβαίνη και υπήρξε έδρα της ομώνυμης κοινότητας, δίνοντας σε όλα τα ανάντη χωριά το χαρακτηρισμό «Γιαννοχώρια». Χτισμένο σε μια ασφαλή απόσταση από την γεωγραφική πύλη της περιοχής, έγινε γρήγορα το κεφαλοχώρι της, εξυπηρετώντας τις μεταφορές και τις συναλλαγές των εσωτερικών κοιλάδων.
Λέγεται ότι το Γιαννοχώρι έφτασε προπολεμικά τους 1500 κατοίκους. Το 1945 απογράφηκαν 460 ψυχές, ενώ σήμερα δεν έχει μόνιμη κατοίκηση. Τα περισσότερα από τα λιγοστά σπίτια είναι νεότερα και το σημαντικότερο κτίσμα είναι η μεγάλη ενοριακή εκκλησία της Παναγίας. Ιδιαίτερο στοιχείο του πετροχτιστου ναού είναι παρουσία δύο χώρων γυναικωνίτη, τεκμήριο της ακμαίας δημογραφίας του χωριού.
Στο Γιαννοχώρι υπάρχει και λειτουργεί μετά από συνεννόηση ένας ξενώνας για τους επισκέπτες.
Το Τρίλοφο (Σλίμνιτσα)
Το Τρίλοφο (παλιότερα Σλίμνιτσα) υπήρξε ένας από τους πιο ζωντανούς οικισμούς της μέσης λεκάνης του άνω Αλιάκμονα. Το χωριό ήταν κτισμένο κάπω από την κορυφούλα Άγιος Χριστόφορος (όνομα που προέρχεται από παλιό ξωκλήσι). Ακριβώς πριν τον Β ΠΠ, η Σλίμνιτσα είχε δύο συνοικίες και 345 κατοίκους, για να ερημώσει οριστικά μέσα στον Εμφύλιο. Σήμερα έχει ελάχιστους κατοίκους και ιδιαίτερα αραιή δόμηση. Αξιοθέατα του χωριού είναι η πέτρινη κρήνη, τα λείψανα της παλιάς εκκλησίας της Παναγίας, που κτίστηκε το 1843, ο μεγάλος ναός του Αγίου Αθανασίου του 1872, τα δύο μνημεία πεσόντων το πετρόχτιστο δημοτικό σχολείο, που στεγάζει τη φρουρά του τοπικού φυλακίου.
Βόρεια από το χωριό διακρίνονται τα ερείπια της άλλοτε σημαντικής μονής Τιμίου Προδρόμου.
Το Γλυκονέρι
Το Γλυκονέρι (παλιά Δράνοβο) φωλιάζει σε ένα επικλινές λιβάδι, που εποπτεύει από απόσταση ασφάλειας την οδική διακλάδωση της πύλης του εσωτερικών κοιλάδων του Αλιάκμονα. Το χωριό είχε περίπου 200 κατοίκους προπολεμικά. Σήμερα σώζονται μόνο τρία κτίσματα: ένας ξενώνας, που ανοικοδομήθηκε στα θεμέλια του παλιού σχολείου και δύο σπίτια. Υπάρχει επίσης ένα μνημείο πεσόντων.
Ο Άγιος Ζαχαρίας
Οι αγροτικός συνοικισμός του Αγίου Ζαχαρία βρισκόταν απέναντι από το Λιανοτόπι και πάνω στο δρόμο προς τη μονή Αγίου Ζαχαρία. Το μεγάλο λιβάδι πρόσφερε επαρκείς γεωργικούς πόρους στην μικρή κοινότητα, ενώ το δάσος και τα απέραντα βοσκοτόπια συμπλήρωναν τον πλούρο της περιοχής. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα από τις υποδομές κατοίκησης.
Το Λιανοτόπι
Το Λιανοτόπι (ή Λινοτόπι) ήταν ένας μικρός συνοικισμός, κτισμένος καταμεσής στα λιβάδια ενός μαιάνδρου του Αλιάκμονα και πολύ κοντά στη βάση της τελικής ανάβασης της Βλαχόστρατας. Αναμφίβολα, ο συνοικισμός και η πηγή έδιναν την ευκαιρία μιας ανάπαυλας στα καραβάνια και τους αγωγιάτες που πέρναγαν από και προς τη Γράμοστα και έτσι το Λιανιοτόπι, εκτός από τις αγροτικές είχε και άλλες ευκαιρίες δραστηριοτήτων. Σήμερα, στη θέση δεν απομένουν παρά λίγα ερείπια και μια κρήνη.
Το Βετέρνικ
Το Βετέρνικ ήταν δορυφορικός συνοικισμός της Γράμοστας και αποτελείτο από λίγα καλύβια, διαρθρωμένα γύρω από την πηγή Βετέρνικ και το ομώνυμο λιβάδι. Το λιβάδι βρισκόταν πάνω στον περιμετρικό δρόμο που συνέδεε τη Γράμοστα με τη Φούσια και τα χωριά του Αλιάκμονα. Σήμερα, απομένουν λίγα άγρια καρποφόρα, μια ποτίστρα και μια μικρή ανοιχτή δεξαμενή.
Η Φούσια
Ένας ακόμα δορυφόρος της Γράμοστας ήταν η Φούσια, απομονωμένος και σχετικά μεγάλος εποχικός συνοικισμός κτηνοτρόφων. Κατά το ταραγμένο διάστημα από τα μέσα του 19ου έως και τις αρχές του 20ού αιώνα, η συνοριακή θέση της χάρισε στη Φούσια πολλές ανήσυχες δεκαετίες και τελικά η περιοχή εκκενώθηκε, όπως και ο γειτονικός Άγιος Ζαχαρίας. Σήμερα στο λιβάδι της Φούσιας στέκεται όρθιο μόνο ένα μικρό ξωκλήσι, αφιερωμένο στην Άγιο Αθανάσιο.
Τα χωριά της Ηπείρου
Από τα χωριά της Ηπείρου, το πλησιέστερο στη λεκάνη της Γράμοστας είναι η Αετομηλίτσα. Μια μεγάλη ενότητα χωριών – η Πυρσόγιαννη, η Βούρμπιανη, το Ασημοχώρι, το Πληκάτι και Χιονάδες – ανήκουν στην ομάδα των Μαστοροχωριών, ενώ ο Αμάραντος και το Κεφαλοχώρι σχετίζονται περισσότερο με την Κόνιτσα.
Αετομηλίτσα
Η Αετομηλίτσα (παλαιότερα Ντένισκο) είναι σημαντικό βλαχόφωνο χωριό, κτισμένο στις νότιες πλαγιές του πετάλου των μεγάλων κορυφών του Γράμμου, σε υψόμετρο 1.430 μέτρων. Είναι το βορειότερο χωριό του νομού Ιωαννίνων προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το όνομα Ντένισκο έχει σλάβικη προέλευση και σημαίνει “προσήλιο”, από τον προσανατολισμό της θέσης του χωριού. Το σημερινό όνομα δόθηκε το 1928.
Η Αετομηλίτσα είναι χωριό βλάχων κτηνοτρόφων και κατοικείτο ανέκαθεν μόνο το καλοκαίρι, καθότι τα κοπάδια κατέβαιναν το χειμώνα στα χειμαδιά, στα ανατολικά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ο οικισμός γνώρισε μέρες ακμής και απέκτησε πλούσιο οικιστικό απόθεμα από τα μέσα του 18ου έως και τα τέλη του 19ου αιώνα, λειτουργώντας πυρηνικά σε μια μεγάλη ακτίνα επιρροής, που έφτανε από τα ορεινά χωριά της Κόνιτσας μέχρι τα χωριά του ανατολικού Γράμμου. Την περίοδο της ακμής του έφτασε να έχει 40.000 γιδοπρόβατα και να διακινεί με τα καραβάνια του τα προϊόντα μιας μεγάλης ζώνης από την ανατολική Μακεδονία μέχρι τις ακτές της Βορείου Ηπείρου.
Το χωριό αποδυναμώθηκε με τις γεωπολιτικές αλλαγές του 20ού αιώνα και σχεδόν διαλύθηκε στη διάρκεια του 2ου ΠΠ και ιδίως του Εμφυλίου. Τα αναρίθμητα σημάδια στο τοπίο και τις μνήμες – αμπρί, χαρακώματα, τοπικές ιστορίες – μαρτυρούν την βαθιά επίδραση που είχε η δεκαετία του 1950 στην περιοχή.
Μετά από μια μεγάλη φάση αφάνειας, η Αετομηλίτσα αναγεννήθηκε πρόσφατα με την ανανέωση των υποδομών και εξυπηρετήσεων. Σήμερα, στο χωριό λειτουργούν ταβέρνες, καφενείο και ξενώνας.