Η βλάστηση
Λίγες είναι οι περιοχές της Ελλάδας που έχουν τόσο μεγάλη δασοκάλυψη,
όσο η περιοχή του Γράμμου
Αν και διασπασμένα από τους ποταμούς, τους βραχώνες και τις παλιές συνοικήσεις και τις αγροτικές ζώνες τους, τα δάση του Γράμμου απλώνονται από τα πεδινά χωριά μέχρι τα αλπικά λιβάδια, τα οποία και περιβάλουν από τα ανατολικά, τα νότια και τα δυτικά. Πολύ λιγότερο δασωμένη εμφανίζεται η βόρεια πλευρά του συγκροτήματος, που ανήκει στην Αλβανία, προφανώς λόγω ενός πολύ εντονότερου ιστορικού χρήσης.
Το ημιορεινό τοπίο συντίθενται από τις τυπικές μορφές κάλυψης της Βόρειας Ελλάδας, δηλαδή ένα μωσαϊκό από αροτριαίες καλλιέργειες, οπωρώνες και νησίδες φυσικής βλάστησης, καθώς και από αδιάσπαστες λουρίδες παρόχθιας βλάστησης. Κατά τόπους θα βρούμε μεγάλες συστάδες δρυών, αλλού εμφανώς ταλαιπωρημένες και με πρεμνοφυή δομή και αλλού ώριμες και συμπαγείς.
Αγροτικά και αγροδασικά τοπία
Στη ζώνη γύρω από το Νεστόριο και τα χωριά του, τόσο κατά μήκος του άξονα του Αλιάκμονα, όσο και στους παραπόταμούς του, το τοπίο χαρακτηρίζεται από τις τυπικές αγροτικές ενότητες της ημιορεινής ζώνης της βόρειας Ελλάδας, δηλαδή ένα μωσαϊκό από αροτριαίες καλλιέργειες, οπωρώνες και νησίδες φυσικής βλάστησης, όπως συστάδες δρυών και ρεματιές.
Όσο ανεβαίνουμε προς την ορεινή ζώνη, το ποσοστό των ημιφυσικών και φυσικών βιοτόπων μεγαλώνει, καθώς προστίθενται ξηρικά λιβάδια, βραχώνες και ολοένα μεγαλύτερες λόχμες δάσους. Στα λιβάδια – άλλοτε γεωργικές ζώνες – γύρω από τις παλιές συνοικήσεις του μέσου ρου του Αλιάκμονα, όπως την Παλαιά Κοτύλη, τον Άγιο Ζαχαρία, το Λιγονέρι και τη Σλίμνιτσα, τους οπωρώνες αντικαθιστούν τα ημιάγρια καρποφόρα (αγριοκορομηλιές, αγριαχλαδιές κλπ) και οι καρποφόροι θάμνοι, με σημαντικότερους τα βάτα (Rubus sp.).
Δρυοδάση
Στις κοιλάδες του Αλιάκμονα, από τα ανατολικά μέχρι και τη γραμμή των χωριών μόνιμης κατοίκησης (από το Νεστόριο μέχρι τη Νέα Κοτύλη), συναντάμε μεγάλα δάση φυλλοβόλων δρυών. Εδώ επικρατεί ο τσέρος (Quercus cerris), συχνά αναμεμειγμένος με κωνοφόρα, κυρίως άτομα μαύρης πεύκης και λιγότερο ελάτης.
Στα αντίστοιχα δρυοδάση των κοιλάδων των παραπόταμων του Σαραντάπορου (Πευκόφυτο, Χρυσή έως και Επταχώρι), που έχουν πιο θερμές και ξηρές συνθήκες και συνήθως φτωχότερα εδάφη φλύσχη, κυριαρχούν η χνοώδης βελανιδιά (Quercus pubescens) και η μακεδονική δρυς (Quercus trojana), επίσης σε συνδυασμό με την ανθεκτική μαύρη πεύκη και υπόροφο από το χαρακτηριστικό χρυσόξυλο (Cotinus coggygria). Σε καλύτερες ποιότητες τόπου, θα βρούμε την μακεδονική δρυ σε μίξη με οστριές, γαύρους, φράξους και κέδρα.
Το ορεινό δάσος

Η ορεινή ζώνη καλύπτεται από φαινομενικά απέραντα δάση ελάτης, μαύρης πεύκης και οξιάς. Η παρόχθια βλάστηση ακολουθεί το μέσο ρου του Αλιάκμονα μέχρι ένα υψόμετρο, ενώ ψηλότερα περιορίζεται σε ιτιές και λυγαριές, πλαισιωμένες από τα πανταχού παρόντα μαυρόπευκα
Στα μεγαλύτερα υψόμετρα της περιοχής εμφανίζεται η ορεινή ζώνη βλάστησης που συντίθεται από δάση οξιάς (Fagus moesiaca), ελάτης (Abies borisii–regis) και μαύρης πεύκης (Pinus nigra).Το κυρίαρχο είδος στο ορεινό δάσος είναι η μαύρη πεύκη (Pinus nigra), καταλαμβάνοντας περίπου το 1/3 των δασοσκεπών εκτάσεων, όπου σχηματίζει εξίσου αμιγείς και μικτές συστάδες με οξιά, δρυ και ελάτη. Η μαύρη πεύκη ευδοκιμεί τόσο σε πλούσια εδάφη στη ζώνη του ασβεστόλιθου και των πλουτώνιων πετρωμάτων, όσο και σε απότομες πλαγιές με ξηρούς, αποσαθρωμένους φλύσχες.
Οι συστάδες της μαύρης πεύκης είναι στην πλειοψηφία τους σχεδόν ομήλικες, μονόροφες και μέσης ή νεαρής ηλικίας.
Η οξιά (Fagus moesiaca) καταλαμβάνει στην περιοχή συνήθως θέσεις με βορινές εκθέσεις, από το κάτω όριο της ορεινής ζώνης και μέχρι το δασοόριο.
Η υβριδογενής ελάτη εμφανίζεται σε μικρές συστάδες και μεμονωμένα άτομα.
Βραχώνες, σάρες, φαράγγια και ορθοπλαγιές


Οι βραχώνες, τα φαράγγια και οι ορθοπλαγιές δεν έχουν στο Γράμμο τα μεγέθη που έχουμε συνηθίσει από την Πίνδο και τα βουνά της Νότιας Ελλάδας. Εδώ, ο ασβεστόλιθος – και η συνοδή βλάστηση – εμφανίζεται σε συγκεκριμένες θέσεις, ενώ οι εκτενείς σχηματισμοί της μέσης ζώνης ανήκουν στις ιδιότυπες ψαμμιτικές στρώσεις του φλύσχη, ένα πεδίο που δεν ευνοεί την ανάπτυξη βραχόφιλης χλωρίδας.
Ο φλύσχης καλύπτει όλη τη νότια και ανατολική ημιορεινή ζώνη και επεκτείνεται έως και όλο το Βόϊο.
Οι ασβεστολιθικοί κάθετοι τοίχοι, οι ανάλογοι λιθώνες (σάρες) και βραχώνες έχουν τοπική εμφάνιση στο Γράμμο. Πιο συχνά συναντάμε μικρότερους βραχώδεις σχηματισμούς από ψαμμίτη, οφιόλιθο και πρασινόλιθο.
Στους λιθώνες του πρασινόλιθου συναντάμε τα σερπεντινόφιλα είδη Campanula hawkinsiana, Silene haussknechtii, Thymus teucrioides subsp. alpinus, Cardamine glauca, Arenaria conferta subsp. serpentini και Oxyria digyna. Τα περισσότερα είδη αυτού του οικοτόπου έχουν πολύ περιορισμένη εξάπλωση στην Ελλάδα.
Στους ασβεστολικούς βραχώνες θα βρούμε ομάδες από Geranium aristatum, Geranium sylvaticum, Achillea holosericea, Actaea spicata, Polystichum lonchitis, Asplenium fissum, Doronicum columnae, Saxifraga paniculata, Nepeta spruneri, Linaria peloponnesiaca, Dianthus integer subsp. minutiflorus και Vincetoxicum hirundinaria.
Στους πιο απόκρημνους ασβεστόλιθους, αλλά και στις αντίστοιχες θέσεις στο φλύσχη, θα βρούμε μια ποικιλία ειδών ευρείας εξάπλωσης, όπως τα Asplenium septentrionale, Saxifraga paniculata, Sedum album, Sedum urvillei, Euphrasia salisburgensis, Cerastiun decalvans, Aubrieta scardica, Malcolmia orsiniana, Draba lasiocarpa, Edraianthus graminifolius, Centaurea deustiformis, Silene parnassica, Silene pindicola, Silene pusilla και Sempervivum marmoreum.
Τα αλπικά λιβάδια

Οι αλπικές λίμνες

Οι λεκάνες στάσιμου νερού είναι ο πιο χαρακτηριστικός γεώτοπος του Γράμμου – και αυτός για τον οποίο είναι ευρύτερα γνωστή η περιοχή. Οι λίμνες των Αρενών – ειδικά η μεγάλη, χαμηλότερη λίμνη, γνωστή με το όνομα Μουτσάλια – και η Γκιστόβα – η λίμνη με το μεγαλύτερο υψόμετρο στην Ελλάδα – είναι, μαζί με τις Δρακόλιμνες του Σμόλικα και της Γκαμήλας, οι πιο δημοφιλείς ορεινές λίμνες της χώρας.
Οι λίμνες της ανώτερης ζώνης είναι συνήθως παγετωνικής γένεσης. Αντίθετα, οι λίμνες των Αρενών έχουν σχηματιστεί με βάση συνήθεις γεωλογικούς μηχανισμούς: από την απόθεση υλικών αποσάθρωσης ποικίλων πετρωμάτων, που δημιούργησαν έναν αδιαπέρατο πυθμένα σε μια λεκάνη καρστικής προέλευσης.